- ἀναφαλαντίασις
- ἀναφαλαντ-ίασις, εως, ἡ,A forehead-baldness, Arist.HA518a28.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
αναφαλαντίασις — ἀναφαλαντίασις, η (Α) [αναφαλαντίας] 1. έναρξη φαλακρότητας 2. απώλεια των τριχών του κρανίου ή του προσώπου (φρύδια κ.λπ.) … Dictionary of Greek